κακοζώ

κακοζώ
κακοζώ και κακοζωίζω κακόζησα και κακοζώισα, κακοζωισμένος, περνώ κακή ζωή: Οι τσοπάνηδες στα ορεινά μέρη κακοζούν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κακοζώ — ζω άθλια ζωή, ζω με φτώχεια, στερούμαι …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακοζωίζω — 1. ζω άθλια ζωή, είτε από φτώχεια είτε από άλλες περιστάσεις, κακοζώ* 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) κακοζωισμένος, ή, ο αυτός που ζει ή έχει ζήσει άθλια και φτωχά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ζωίζω (< ζωή)] …   Dictionary of Greek

  • κακοζώητος — η, ο [κακοζώ] αυτός που ζει μέσα σε στερήσεις, αυτός που ζει φτωχή και άθλια ζωή …   Dictionary of Greek

  • κακοπερνώ — άω 1. περνώ άσχημα, ζω με στερήσεις, κακοζώ 2. υποφέρω, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι («κακοπεράσαμε στο ταξίδι») …   Dictionary of Greek

  • κακοζωίζω — βλ. κακοζώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτσοζώ — κουτσόζησα, κουτσοζωισμένος, κουτσοπερνώ, κακοζώ, ψευτοπερνώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”